-
1 νεκτάρεος
A nectarous, in Hom. of garments, i.e. fragrant, ν. ἑανός, χιτών, Il.3.385, 18.25;ν. σπονδαί Pi.I.6(5).37
;κύλιξ AP6.248
(Marc. Arg.);Βρομίου νεκτάρεαι προπόσεις BMus.Inscr.1036
([place name] Caria);τὸ ν. πόμα Luc.Herm.60
: neut. as Adv.,νεκτάρεον μείδησε A.R.3.1009
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκτάρεος
См. также в других словарях:
νεκτάρεος — νεκτάρεος, έα, ον, ιων. τ. θηλ. έη (Α) 1. (για ενδύματα) α) αυτός που ευωδιάζει σαν νέκταρ, ευώδης β) λαμπρός, έξοχος 2. αυτός που αποτελείται από νέκταρ, από οίνο («νεκταρέαις σπονδαῑσιν», Πίνδ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) νεκτάρεον γλυκά, με γλυκό… … Dictionary of Greek